Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 349/2018

Αριθμός   349/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα  Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 9-12-2013 (αριθ.κατ. …../2013) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5024/2013 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά κατ΄αντιμωλία των διαδίκων και απέρριψε ως μη νόμιμη την από 21-4-2011 (αριθ.κατ. …../2011) αγωγή, έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα ενόψει του ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την κατάθεση της εφέσεως δεν παρήλθε τριετία, μη εφαρμοζομένου εν προκειμένω του Ν. 4335/2015 που τροποποίησε τον ΚΠολΔ γιατί η έφεση ασκήθηκε πριν την 1-1-2016 (αρθ.1 αρθ 9 παρ. 4 ανωτέρω νόμου). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμη την από 21-4-2011 (αριθ.κατ…../2011) αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας , με την οποία η τελευταία ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, ως αποζημίωση για τα ελαττώματα των από αυτή αγορασθέντων εμπορευμάτων, τα αναφερόμενα ποσά δολλαρίων ΗΠΑ και Σιγκαπούρης κατά την ισοτιμία τους σε ευρώ την ημέρα συντάξεως της αγωγής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της και την αποδοχή της αγωγής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ. 1 Ν. 5422/1932, που εξακολουθεί να ισχύει και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), επί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα πληρωτέας στην Ελλάδα, ο οφειλέτης υποχρεούται να την καταβάλει και ο δανειστής δικαιούται να την ζητήσει από 1.1.2001 μόνο σε ευρώ (μετά την αντικατάσταση της δραχμής ως εθνικού νομίσματος με το κοινό αυτό ευρωπαϊκό νόμισμα, σύμφωνα με το άρθρο 1 Ν. 2842/2000), με τη συναλλαγματική ισοτιμία αυτού (ευρώ) προς το αλλοδαπό νόμισμα κατά την ημέρα εξοφλήσεως. Οι διατάξεις αυτές, που προϋποθέτουν έγκυρη σε ξένο νόμισμα συμβατική οφειλή, εφαρμόζονται και στις αποζημιωτικές από ενδοσυμβατική ευθύνη αξιώσεις (ΑΠ 1381/97, ΑΠ 786/2000, ΕφΠειρ 432/1014, 481/2014, 863/2014, 145/2011,  176/2010 – “Νόμος”). Αντιθέτως, επί διεπόμενων από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο αξιώσεων από αδικοπραξία, η αποζημίωση από τη γενόμενη (προς αποκατάσταση της ζημίας) δαπάνη αλλοδαπού νομίσματος είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ, κατά την ισοτιμία που ίσχυε στο χρόνο επαγωγής της ζημίας, δηλαδή στο χρόνο πραγματοποιήσεως της ανωτέρω δαπάνης (ΟλΑΠ  14/1997,15-16/1996, ΑΠ 388/2015 – “Νόμος”), εφόσον δε η ζημία συνίσταται σε απώλεια ξένων νομισμάτων, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε δραχμές (και ήδη σε ευρώ) με βάση την αξία του ξένου νομίσματος κατά το χρόνο της απώλειας (ΑΠ 388/2015 ο.π), που στην περίπτωση αυτή συμπίπτει με το χρόνο επαγωγής της ζημίας. (βλ. σχετ. ΑΠ Ολ 14/1997 ΕλλΔνη 38,1036 και ΑΠ 1232/2002 ΕλλΔνη 45,398). Περαιτέρω, εφόσον η σύμβαση ναυτικής πωλήσεως,  με  βάση τη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ, διέπεται από το  ελληνικό δίκαιο,  η σε περίπτωση πραγματικών ελαττωμάτων ή λόγω ελλείψεως συμφωνημένων ιδιοτήτων του πωληθέντος οφειλομένη, κατά τα άρθρα 534,  543 και 561  ΑΚ, αποζημίωση, όταν ζητείται η ικανοποίηση αυτής ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, είναι χρηματική, σύμφωνα  με τον  κανόνα του άρθρου 297 εδ. α’ ΑΚ. Ως χρήμα, κατά  την τελευταία αυτή διάταξη, νοείται το εθνικό νόμισμα,  με το νόμισμα δε αυτό πρέπει όχι μόνο  να πληρωθεί η αποζημίωση, αλλά και να μετρηθεί η θετική ή  αποθετική ζημία εκείνου που ζημιώθηκε, διότι η ενοχή προς  αποζημίωση λόγω αθετήσεως συμβάσεως,  που ρυθμίζεται  από το Ελληνικό  δίκαιο, έχει ως περιεχόμενο ποσότητα του εθνικού νομίσματος (παλαιότερα δραχμών και ήδη ευρώ) η οποία εκφράζει εξαρχής την ανορθωτέα ζημία. Η κατοικία ή εθνικότητα του ζημιωθέντος δεν έχουν εν προκειμένω καμία νόμιμη επιρροή, αφού,  κατά το νόμο, δεν  συνδέονται ούτε με το εφαρμοστέο δίκαιο, ούτε με το  νόμισμα υπολογισμού της ζημίας (Ολ ΑΠ 5/1995, 15/1996).  Ούτε η φύση του χρέους ως κομίσιμου (321 ΑΚ) ασκεί  ενταύθα επιρροή, διότι ο τόπος της παροχής προϋποθέτει την  παροχή, δεν την προσδιορίζει. Το τι οφείλεται αποτελεί   το πρότερο, ενώ το πού οφείλεται το λογικά ύστερο (Ολ. ΑΠ  14/1999, ΑΠ 786/2000 – “Νόμος”).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προαναφερόμενη αγωγή, η  ενάγουσα εκθέτει ότι είναι διαχειρίστρια του πλοίου J.  και ότι στην Αθήνα, τον Απρίλιο του έτους 2010, αγόρασε από την  εδρεύουσα στη ….. Αττικής εναγομένη εταιρεία τις αναλυτικά αναφερόμενες κατ’ είδος και τίμημα ποσότητες χρωμάτων προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει για τον εξωτερικό χρωματισμό του ανωτέρω πλοίου, η διάρκεια ζωής των οποίων συμφωνήθηκε ότι θα ήταν τριετής από την εφαρμογή τους. ‘Ομως, τα χρώματα ήταν ελαττωματικά και τους έλειπε η ανωτέρω συμφωνημένη ιδιότητα της τριετούς διάρκειας, με αποτέλεσμα οκτώ μήνες μετά το χρωματισμό του πλοίου με αυτά, το πλοίο να παρουσιάσει αποχρωματισμούς (ξεθώριασμα, ξεφλούδισμα, σκουριές), γεγονός το οποίο γνωστοποίησε η ενάγουσα στην εναγομένη αλλ΄αυτή ουδέν έπραξε. ‘Οτι συνεπεία τούτων η ενάγουσα υπέστη θετική και αποθετική ζημία και ειδικότερα ζημιώθηκε τόσο κατά το ποσό που κατέβαλε α) για την αγορά νέων  χρωμάτων (37.620 δολλάρια ΗΠΑ) και β) για την δαπάνη ναυπηγείου, εργασιών αμμοβολισμού και επαναχρωματισμού (91.873 δολλάρια Σιγκαπούρης)  όσο και κατά το ποσό που απώλεσε από ναύλους επτά ημερών (68.250 δολλάρια Αμερικής), διάστημα που το πλοίο παρέμεινε στο ναυπηγείο για τον επαναχρωματισμό του. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει, όπως επί λέξει αναφέρει στο αιτητικό της αγωγής “το ποσόν δολλάρια Αμερικής 105870,00 σημερινή αξία σε ευρώ 72515 + Δολλάρια Σιγκαπούρης 91873,00 σημερινή αξία σε ευρώ 72920, συνολικό ποσόν σε ευρώ 145.435”, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.  ‘Οπως προελέγχθη, επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη,  η οποία, κατ`εφαρμογή του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, την απέρριψε ως μη νόμιμη, δεχόμενη ότι η ενάγουσα είχε δικαίωμα να ζητήσει μόνο το κατά το χρόνο της πληρωμής ισάξιο σε ευρώ της προαναφερόμενης σε δολλάρια οφειλής της εναγομένης. Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα εταιρία επιδιώκει την αποκατάσταση της ζημίας που της προκλήθηκε λόγω των πραγματικών ελαττωμάτων των πωληθέντων σε αυτή χρωμάτων αποκλειστικώς βάσει της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, ευθύνη που προέρχεται από την ένδικη σύμβαση ναυτικής πωλήσεως, η οποία, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, διέπεται (άρθρο 25 ΑΚ) από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κάτι που εξάλλου συνομολογούν αμφότερα τα διάδικα μέρη. Επομένως και ενόψει των προαναφερθεισών νομικών σκέψεων, η ενάγουσα έπρεπε να ζητήσει την καταβολή του ισαξίου σε ευρώ των ως άνω ποσών  δολλαρίων ΗΠΑ και Σιγκαπούρης, με βάση την ισοτιμία τους κατά το χρόνο της πληρωμής και όχι με την ισοτιμία του προγενέστερου χρόνου της συντάξεως (ή καταθέσεως ή ασκήσεως) της αγωγής, όπως μη νομίμως αξιώνει με το αντίστοιχο αίτημα της. Σημειώνεται ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αίτημα εμπεριέχεται, εμμέσως ή σιωπηρώς, και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας κατά το χρόνο της πληρωμής της οφειλής-υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ` άρθρο 223 εδ. β` ΚΠολΔ-θα υπήρχε, μόνο αν ήταν δεδομένο ότι κατ`αυτόν (χρόνο της πραγματικής πληρωμής) η έναντι του ευρώ αξία του δολλαρίου ΗΠΑ και του δολλαρίου Σιγκαπούρης θα είναι μικρότερη από εκείνη που ίσχυε κατά το χρόνο της  συντάξεως της αγωγής, το οποίο όμως είναι αβέβαιο (βλ. ΑΠ 1381/1997 ΕλλΔνη 39,325, ΕφΠειρ 145/2011- “Νόμος”). Ενόψει τούτων, η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, όπως ορθώς δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγους της εφέσεως είναι αβάσιμα. Ομοίως, αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος εφέσεως με τον οποίο παραπονείται η εκκαλούσα ότι παρά το νόμο η εκκαλουμένη την καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης ποσού 3.500 ευρώ ενώ έπρεπε αυτά να συμψηφιστούν γιατί ήταν δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν, καθόσον αφενός ουδεμία δυσχέρεια στην ερμηνεία παρουσιάζουν οι ανωτέρω κανόνες η δε νομολογία που έχει δημιουργηθεί σχετικά είναι παλαιά και πάγια αφετέρου, σύμφωνα με τα  άρθρα 100 και 107 του ν.δ. 3026/1954 (Α` 235), που ίσχυε κατά το χρόνο εκδόσεως της εκκαλουμένης, η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου του εναγομένου για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως ανέρχεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του  αντικειμένου  της  αγωγής και ενόψει του, κατά τους υπολογισμούς της ενάγουσας, ύψους του αγωγικού αιτήματος (145.435 ευρώ) ορθώς η εκκαλουμένη υπολόγισε τα έξοδα στο συνολικό ποσό των 3.500 ευρώ, υπολογισμός για τον οποίο, εξάλλου, δεν προβάλλει η εκκαλούσα ειδικότερο παράπονο. Συνεπώς, η έφεση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ`ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (αρθ 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικά.

-Απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν.

-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

-Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  3η Μαΐου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 8 Ιουνίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ